παλληκαριά

παλληκαριά
η
1) храбрость, мужество; 2) мужественный поступок, подвиг; 3) см. παλληκαρισμός;

§ αυτό δεν θέλει παλληκαριά — это не так трудно


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παλληκαριά" в других словарях:

  • παλληκαριά — και παληκαριά και παλικαριά, η [παλληκάρι] 1. η ιδιότητα τού παληκαριού, γενναιότητα, ανδρεία 2. γενναία πράξη, ανδραγάθημα, κατόρθωμα 3. στον πληθ. οι παληκαριές πράξεις που έχουν σκοπό την επίδειξη ανδρείας, παληκαρισμοί …   Dictionary of Greek

  • Ригас — (Константин) новогреческий поэт и патриот (1757 1798). Французская революция навела его на мысль освободить родину от турецкого владычества. В 1790 г. он оставил службу у валашского господаря и отправился в Вену с целью организовать революционный …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Dínos Dimópoulos — (grec moderne : Ντίνος Δημόπουλος) né le 21 août 1921 à Palairos (Acarnanie) et mort à Athènes le 28 février 2003, était un acteur, scénariste, dramaturge, réalisateur et metteur en scène de théâtre et cinéma grec. Sommaire 1 Biographie …   Wikipédia en Français

  • GALEARII seu GALIARII — Recentioribus dicti sunt, qui παλληκάρια infimi aevi Scriptoribus, olim vero Calones appellabantur: qui prioribus sane temporibus et stante adhuc disciplinâ rari in castris, nec nisi digniorum, Ducum Tribunorumqueve erant: postea vero labantibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SERVITIA — apud Spartian. in Adriano, c. 13. Deinde a Cappadocibus Servitia castris profutura suscepit: non sunt Castrenses ministri, qui in aula militabant, sed servi militares. Et quidem prioribus temporibus et stante adhuc disciplinâ, rari in Castris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απόκοτος — η, ο (Μ ἀπόκοτος, η, ον) Ι. τολμηρός, ριψοκίνδυνος νεοελλ. 1. θρασύς, ελευθερόστομος 2. δραστήριος, γρήγορος μσν. το ουδ. ως ουσ. το θάρρος, η παλληκαριά II. επίρρ. ἀπόκοτα μσν. νεοελλ. χωρίς δισταγμό, με θάρρος νεοελλ. γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • επικτείνω — ἐπικτείνω (Α) σκοτώνω ξανά («τὶς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῑν;» τί παλληκαριά είναι να σκοτώσεις ξανά τον νεκρό; Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… …   Dictionary of Greek

  • πάλλικες — Οι νέοι που υπηρετούσαν τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες στο Βυζάντιο. Αργότερα οι π. λέγονται παίδες. Όλοι οι μισθωτοί αξιωματικοί και στρατιώτες ήταν υποχρεωμένοι να έχουν, με έξοδά τους, στην υπηρεσία τους έναν π. Οι απορότεροι στρατιώτες …   Dictionary of Greek

  • παληκαριά — η βλ. παλληκαριά …   Dictionary of Greek

  • παλικαριά — η βλ. παλληκαριά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»